«Ἕλληνες ἀεί παῖδες ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).


"Ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην· οὕτω δὲ καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης,
ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει τιμᾶσθαι. 24. Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην καταλαβόντες
οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ' ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν,
αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν".
(Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, στίχοι 23-24).

Τα άρθρα που φιλοξενούνται στον παρόντα ιστότοπο και προέρχονται απο άλλες πηγές, εκφράζουν αποκλειστικά και μόνον τις απόψεις των συγγραφέων τους.

Καθίσταται σαφές ότι η δημοσίευση ανάρτησης, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως.


ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ, ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΡΘΡΟ-ΑΝΑΡΤΗΣΗ (΄κλίκ΄ στο "Δεν υπάρχουν σχόλια"). ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Η ΑΓΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ - Β΄ ΜΕΡΟΣ

Έδώ το Α΄ Μέρος

ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΦΙΛΟΣ...






Ένας αγρότης πουλούσε κουταβάκια. Έφτιαξε λοιπόν μια πινακίδα κι όπως έβαζε το τελευταίο καρφί, αισθάνθηκε κάποιον να τον τραβά από το μανίκι.Γύρισε κι είδε ένα μικρό αγόρι.....''Κύριε, θέλω να αγοράσω ένα κουταβάκι" είπε το αγόρι.

Ο αγρότης σκέφτηκε λίγο και απάντησε: -"Ξέρεις, αυτά τα κουταβάκια είναι από πολύ σπουδαίους γονείς και στοιχίζουν πολλά χρήματα." 

Το αγόρι χαμήλωσε το κεφάλι για ένα λεπτό. Μετά έβγαλε από τη τσέπη του μερικά κέρματα... τα έτεινε στον αγρότη και ρώτησε: "Έχω αυτά τα χρήματα. Φτάνουν για να αγοράσω ένα κουταβάκι;

Ο αγρότης έβγαλε ένα σφύριγμα και στη στιγμή πετάχτηκε από το σκυλόσπιτο η μαμά σκύλα κι από πίσω της τρέχοντας πέντε γούνινες μπαλίτσες. 

Το αγόρι τα κοιτούσε με μάτια γεμάτα ευτυχία. Ξαφνικά, είδε μια ακόμα γούνινη μπαλίτσα να έρχεται προς το μέρος τους, ακολουθώντας όμως με μεγάλη δυσκολία τα άλλα κουτάβια. Σερνόταν και αγωνιζόταν να τα φτάσει.


-"Αυτό θέλω" είπε το αγόρι...

- "Μα δεν μπορείς να πάρεις αυτό", είπε ο αγρότης.

"Δεν θα μπορέσει ποτέ να τρέξει και να παίξει όπως τα άλλα κουτάβια"...


Το αγόρι έσκυψε και σήκωσε το μπατζάκι του παντελονιού του αποκαλύπτοντας δύο ατσάλινες λάμες να συγκρατούν το πόδι του και να καταλήγουν σε ένα ειδικό παπούτσι...

- "Βλέπετε κύριε", είπε το αγόρι, "ούτε κι εγώ μπορώ να τρέξω πολύ καλά και θα χρειαστεί στη ζωή του κάποιον να τον καταλαβαίνει"... 

Ο αγρότης με δάκρυα στα μάτια έσκυψε, πήρε το κουτάβι και το απόθεσε στην αγκαλιά του αγοριού.

-"Πόσο κάνει;", ρώτησε ο μικρός.

-"Τίποτα δεν κάνει", είπε ο αγρότης...

Το μικρό αγόρι του είχε δώσει το μεγαλύτερο μάθημα ζωής...



ΠΗΓΗ:

Δεν υπάρχουν σχόλια: